εμβρυουλκώ

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

ἐμβρυουλκῶ (-έω) (Α)
τραβώ έξω το έμβρυο με εμβρυουλκό.