εμπαικτικός

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐμπαικτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που περιέχει εμπαιγμό
2. αυτός που γίνεται για εξαπάτηση.