εμπαικτικός

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐμπαικτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που περιέχει εμπαιγμό
2. αυτός που γίνεται για εξαπάτηση.