εμπαικτικός

From LSJ

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐμπαικτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που περιέχει εμπαιγμό
2. αυτός που γίνεται για εξαπάτηση.