Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εναλλάκτης

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

ο (Α ἐναλλάκτης)
αυτός που κάνει εναλλαγή
αρχ.
αυτός που μεταβάλλει τη φύση του, ο κίναιδος.