εναπειροκαλώ
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Greek Monolingual
ἐναπειροκαλῶ (-έω) (Α)
είμαι απειρόκαλος, ακαλαίσθητος, δεν έχω καλαισθησία σε κάτι.