ενδιάκειμαι

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

ἐνδιάκειμαι (Α)
είμαι τοποθετημένος σε κάτι («ἐνδιέκειντο δὲ ταῖς σχοινίσι... λίθοι πολυτελεῖς»).