εννεαπνεύμων
Greek Monolingual
ἐννεαπνεύμων, -ον (Α)
ο ισοδύναμος με εννέα ανέμους («ἐννεαπνεύμων ζάλη ἡ γυνή», Σεκούνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + πνεύμων.
ἐννεαπνεύμων, -ον (Α)
ο ισοδύναμος με εννέα ανέμους («ἐννεαπνεύμων ζάλη ἡ γυνή», Σεκούνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + πνεύμων.