ενοχλητικός

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που προκαλεί ενόχληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Ν. Κοντόπουλου].