ενσκίμπτω

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

Greek Monolingual

ἐνσκίμπτω, ποιητ. τ. ἐνισκίμπτω (Α) σκίμπτομαι
1. γέρνω, ρίχνω προς τα κάτω («οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήαντα [οἱ ἵπποι]», Ομ. Ιλ.)
2. εξακοντίζω
3. χτυπώ, πλήττω.