ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth
ἐνσκίμπτω, ποιητ. τ. ἐνισκίμπτω (Α) σκίμπτομαι1. γέρνω, ρίχνω προς τα κάτω («οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήαντα [οἱ ἵπποι]», Ομ. Ιλ.)2. εξακοντίζω3. χτυπώ, πλήττω.