ενσώματος

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐνσώματος, -ον) ενσωματώ
1. αυτός που έχει σώμα, ένσαρκος
νεοελλ.
φρ. «ενσώματο πράγμα» — κάθε περιουσιακό στοιχείο που έχει συγκεκριμένη υπόσταση, που είναι υπαρκτό ως πράγμα.