ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
-η, -ο (AM ἐνσώματος, -ον) ενσωματώ1. αυτός που έχει σώμα, ένσαρκοςνεοελλ.φρ. «ενσώματο πράγμα» — κάθε περιουσιακό στοιχείο που έχει συγκεκριμένη υπόσταση, που είναι υπαρκτό ως πράγμα.