Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.
-η, -ο (AM ἐνσώματος, -ον) ενσωματώ1. αυτός που έχει σώμα, ένσαρκοςνεοελλ.φρ. «ενσώματο πράγμα» — κάθε περιουσιακό στοιχείο που έχει συγκεκριμένη υπόσταση, που είναι υπαρκτό ως πράγμα.