εντολέας

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448

Greek Monolingual

ο (Μ ἐντολεύς)
νεοελλ.
αυτός που δίνει κάποια εντολή, ο εντολοδότης
μσν.
1. ο πληρεξούσιος
2. (μετων.) η εντολή.