εντολέας

From LSJ

Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand

Menander, Monostichoi, 309

Greek Monolingual

ο (Μ ἐντολεύς)
νεοελλ.
αυτός που δίνει κάποια εντολή, ο εντολοδότης
μσν.
1. ο πληρεξούσιος
2. (μετων.) η εντολή.