εντολέας
From LSJ
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
Greek Monolingual
ο (Μ ἐντολεύς)
νεοελλ.
αυτός που δίνει κάποια εντολή, ο εντολοδότης
μσν.
1. ο πληρεξούσιος
2. (μετων.) η εντολή.