ενωρίς

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

και νωρίς
επίρρ.
1. έγκαιρα, προτού περάσει η προκαθορισμένη ώρα («έρχεται ενωρίς στη δουλειά του»)
2. πριν έρθει η ώρα, ο καθορισμένος χρόνος («έφυγε νωρίς»)
3. πολύ πρωί («ξύπνησα νωρίς σήμερα»).