οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
(I)(AM ἐξαιροῦμαι, -έομαι)μέσ. και παθ. του ρ. εξαιρώ.(II)ἐξαιροῦμαι, -όομαι (Α) αίραμεταβάλλομαι σε αίρα (ζιζάνιο του σίτου).