εξαιρούμαι

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

(I)
(AM ἐξαιροῦμαι, -έομαι)
μέσ. και παθ. του ρ. εξαιρώ.
(II)
ἐξαιροῦμαι, -όομαι (Α) αίρα
μεταβάλλομαι σε αίρα (ζιζάνιο του σίτου).