εξαλλοιώ

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

ἐξαλλοιῶ, -όω (Α) αλλοιώ
αλλοιώνω εντελώς.