αλλοιώ

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

ἀλλοιῶ (-όω) (ΑΜ)
βλ. αλλοιώνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλοῖος.
ΠΑΡ. αλλοίωσις, αλλοιωτικός, αλλοιωτός
αρχ.
ἀλλοίωμα.