εξαύξω

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

ἐξαύξω (Α) αύξω
1. επιταχύνω την αύξηση
2. παθ. αυξάνομαι γρήγορα.