ἐξαύξω
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
increase, Thphr.CP1.22.1:—Pass., ἐξαύξομαι = grow too fast, Id.HP 6.6.6.
Spanish (DGE)
1 tr. hacer crecer, hacer aumentar ἡ γὰρ θερμότης ἐξαύξειν φαίνεται ... τὰ μέλη τῶν ὀρνίθων Thphr.CP 1.22.1.
2 intr. en v. med.-pas. ἐξαύξομαι = desarrollarse, crecer excesivamente de un rosal no podado (ἡ ῥοδωνιά) ἐωμένη γὰρ ἐξαύξεται Thphr.HP 6.6.6, (τὰ ὀξέα τῶν νοσημάτων) ... εἶτ' αὖθις ἐξαυξηθέντα Gal.17(2).509.
German (Pape)
[Seite 874] (s. αὔξω), sehr, allzusehr vergrößern. – Med., allzu sehr wachsen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαύξω: μέλλ. -αυξήσω: αὐξάνω τι ὑπὲρ τὸ δέον, ἡ γὰρ θερμότης ἐξαύξειν φαίνεται καὶ διαρθροῦν τὰ μέλη καὶ σκληρύνειν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 22. 1· - ἐν τῷ Παθ., παρὰ πολὺ ταχέως αὐξάνομαι, ὁ αὐτὸς π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 6.
Greek Monolingual
ἐξαύξω (Α) αύξω
1. επιταχύνω την αύξηση
2. παθ. αυξάνομαι γρήγορα.