εξιλάσκομαι
From LSJ
Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg
Greek Monolingual
ἐξιλάσκομαι (AM) ιλάσκομαι
εξευμενίζω («ἐξιλάσασθαι τὴν ὀργὴν αὐτῶν», Πολ.)
μσν.
παρεμβαίνω για να παρασχεθεί εξιλασμός
αρχ.
1. εξαγοράζω κάποιο σφάλμα («ἐξιλάσκων ἁμαρτίας»)
2. κάνω εξιλαστήριες προσφορές («ἵνα ἐξιλάσωμαι περὶ τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν», ΠΔ).