εξύψωση

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

η
1. το να εξυψώνεται, να ανεβαίνει ψηλότερα κάποιος ή κάτι
2. ο θερμός έπαινος, ο εγκωμιασμός («η εξύψωση της προσφοράς του»).