εξύψωση

From LSJ

Greek Monolingual

η
1. το να εξυψώνεται, να ανεβαίνει ψηλότερα κάποιος ή κάτι
2. ο θερμός έπαινος, ο εγκωμιασμός («η εξύψωση της προσφοράς του»).