εξώκαρπος

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

ἐξώκαρπος, -ον (Μ)
αυτός που βρίσκεται έξω από τον καρπό του χεριού.