Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξώκαρπος

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξώκαρπος Medium diacritics: ἐξώκαρπος Low diacritics: εξώκαρπος Capitals: ΕΞΩΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: exṓkarpos Transliteration B: exōkarpos Transliteration C: eksokarpos Beta Code: e)cw/karpos

English (LSJ)

πάλη a form of wrestling, Eust.1572.39.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξώκαρπος: -ον, ὁ ἔξω τοῦ καρποῦ τῆς χειρός, «ἡ παρὰ τοῖς ἰδιώταις ἐξώκαρπος πάλη» Εὐστ. Ὀδ. σ. 1572, 39. (Τί δὲ ἦτο ἡ πάλη αὕτη δὲν λέγει ἡμῖν ὁ Εὐστάθιος).

Greek Monolingual

ἐξώκαρπος, -ον (Μ)
αυτός που βρίσκεται έξω από τον καρπό του χεριού.