ἐξώκαρπος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
πάλη a form of wrestling, Eust.1572.39.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξώκαρπος: -ον, ὁ ἔξω τοῦ καρποῦ τῆς χειρός, «ἡ παρὰ τοῖς ἰδιώταις ἐξώκαρπος πάλη» Εὐστ. Ὀδ. σ. 1572, 39. (Τί δὲ ἦτο ἡ πάλη αὕτη δὲν λέγει ἡμῖν ὁ Εὐστάθιος).
Greek Monolingual
ἐξώκαρπος, -ον (Μ)
αυτός που βρίσκεται έξω από τον καρπό του χεριού.