επίκροτος

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

ἐπίκροτος, -ον (AM) επικροτώ
(για λίγο) εύηχος, ηχηρός
αρχ.
1. (για έδαφος) πατημένος, στρωμένος
2. αυτός που κάνει κρότο.