ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
ἐπίκροτος, -ον (AM) επικροτώ(για λίγο) εύηχος, ηχηρόςαρχ.1. (για έδαφος) πατημένος, στρωμένος2. αυτός που κάνει κρότο.