επίκροτος

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

ἐπίκροτος, -ον (AM) επικροτώ
(για λίγο) εύηχος, ηχηρός
αρχ.
1. (για έδαφος) πατημένος, στρωμένος
2. αυτός που κάνει κρότο.