επίτευξη

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

η (AM ἐπίτευξις) επιτυγχάνω
επιτυχία, κατόρθωση, πραγματοποίηση (α. «επίτευξη δανείου» β. «εὐκαιρία χρόνου ἐπίτευξις, ἐν ᾧ χρὴ παθεῖν τι ἢ ποιῆσαι», Πλάτ.)
αρχ.
1. ευστοχία
2. ευτυχία, επιτυχία
3. συζήτηση, διάλογος.