λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
η (AM ἐπίτευξις) επιτυγχάνω
επιτυχία, κατόρθωση, πραγματοποίηση (α. «επίτευξη δανείου» β. «εὐκαιρία χρόνου ἐπίτευξις, ἐν ᾧ χρὴ παθεῖν τι ἢ ποιῆσαι», Πλάτ.)
αρχ.
1. ευστοχία
2. ευτυχία, επιτυχία
3. συζήτηση, διάλογος.