Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
ἐπακτήρ, ο (Α)
1. ο επάγων κύνας, κυνηγός («οἱ δ' ἐς βῆσσαν ἵκανον ἐπακτήρες», Ομ. Οδ.)
2. αλιέας, ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακ- (< αγ- θ. του άγω) + τηρ].