επαρμένος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) επηρμένος και επαρμένος
1. φαντασμένος, αλαζονικός, υπεροπτικός
2. (για θρόνο) υψηλός, μεγαλοπρεπής.