επαύριο

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monolingual

(AM ἐπαύριον) επίρρ. αύριο
(συν. με το θηλ. αρθρ. ως επίθ.) ἡ ἐπαύριον
αύριο, την επόμενη ημέρα συν. («ὅλην τὴν ἡμέραν τὴν ἐπαύριον», ΠΔ
«τῇ δ' ἐπαύριον τῶν πολεμίων χωρισθέντων», Πολ.).