επεγκλίνω

From LSJ

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284

Greek Monolingual

ἐπεγκλίνω (Α)
1. κλίνω, ρέπω, στρέφω προς κάτι
2. φρ. «ἐγκλινω τὸν νοῦν» — προσέχω.