επιβρυχώμαι

From LSJ

Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand

Menander, Monostichoi, 309

Greek Monolingual

ἐπιβρυχῶμαι, -άομαι (AM)
βρυχώμαι, μουγκρίζω δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρυχώμαι «μουγκρίζω»].