επιδειξίας
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
Greek Monolingual
ο επίδειξη
1. αυτός που επιδιώκει να επιδεικνύεται, να προβάλλεται στους άλλους
2. αυτός που πάσχει από επιδειξιμανία.