επιδεκτικός

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιδεκτικός, -ή, -όν) επιδέχομαι
αυτός που επιδέχεται κάτι, που μπορεί να δεχθεί κάτιεπιδεκτικός μαθήσεως», «επιδεκτικός θεραπείας, διορθώσεως» κ.λπ.)
αρχ.
1. κατάλληλος να έχει κάτιοὔτε γὰρ ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστι»)
2. εκείνος με τον οποίο ασκείται κάποιος σε κάτιγύμνασμα ἐπιδεκτικὸν ἠθῶν καὶ παθῶν»).