επιδέχομαι
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
Greek Monolingual
(AM ἐπιδέχομαι)
επιτρέπω («η εγχείρηση δεν επιδέχεται αναβολή»)
μσν.
απρόσ. ἐπιδέχεται
φαίνεται
αρχ.
1. δέχομαι επί πλέον («ὡς ἐπεδέκοντο οί Θεσπιέες πολιήτας», Ηρόδ.)
2. δέχομαι κάποιον σπίτι μου ή αλλού, υποδέχομαι
3. αναλαμβάνω να επιχειρήσω κάτι («οὐκ ἂν ἐπιδέξαιντο τὸν πόλεμον πρὶν ἤ...», Πολύβ.)
4. υπομένω, βαστάζω
5. αναμένω, προσδοκώ.