επιδιάκειμαι

From LSJ

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source

Greek Monolingual

ἐπιδιάκειμαι (Α)
1. (για χρηματικό ποσό) κατατίθεμαι σε παιχνίδι κύβων
2. (για φυτά) απλώνομαι.