επιδρομάδην

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἐπιδρομάδην (Α)
επίρρ.
1. επιτροχάδην, πολύ γρήγορα
2. βιαστικά, απρόσεχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομ-άδην (< δρόμος)].