ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
ἐπιδρομάδην (Α)επίρρ.1. επιτροχάδην, πολύ γρήγορα2. βιαστικά, απρόσεχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομ-άδην (< δρόμος)].