Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
ἐπιζέω (Α) ζέω
1. βράζω, κοχλάζω (α. «μετὰ πυρὸς πολλοῦ καὶ κλύδωνος ἐπιζέσαντος» β. «ἐπιζέσαντος τοῦ πάθους»)
2. (για δηλητήριο) επενεργώ
3. ζεσταίνω κάτι («ἐπιζεῖν λέβητα»).