επικινώ

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source

Greek Monolingual

ἐπικινῶ, -έω (Α) κινώ
1. κινώ κάτι προς μια κατεύθυνση («ἡ δὲ ὀσφὺς ἡμῖν ὑγρῶς ἐπικινεῖται», Λουκιαν.)
2. μέσ. ἐπικινοῦμαι, -έομαι
χειρονομώ, κάνω κινήσεις
3. μέσ. μτφ. συγκινούμαι («ὅσοι ποτέ ἐπεκινοῦν το ἐπὶ τῷ ῥήματι Κυρίου», ΠΔ).