επικυρίαρχος

Greek Monolingual

-η, -ο
(ως επίθ. και ως ουσ.) (για κράτος) αυτός που ασκεί επικυριαρχία πάνω σε μια χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κυρί-αρχος (< κύριος + άρχω)].