επικυριαρχία

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

η επικυρίαρχος
το δικαίωμα κράτους να ασκεί κυριαρχία σε άλλο υποτελές, το οποίο έχει δική του κυβέρνηση αλλά περιορισμένη αυτονομία.