επικυρωτικός

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290

Greek Monolingual

-ή, -ό επικύρωση
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επικύρωση («επικυρωτική πράξη»)
2. αυτός που είναι υπέρ της επικυρώσεως («επικυρωτική χειρονομία»).