Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(AM ἐπιπλέον και ἐπιπλεῖον και ἐπὶ πλέον και ἐπὶ πλεῖον)
επίρρ. περισσότερο, ακόμη περισσότερο, επιπρόσθετα, εκτός τών άλλων, όλο και πιο πολύ, παραπάνω.