επιστροφέας

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

ο (Α ἐπιστροφεύς)
ο πρώτος αυχενικός σπόνδυλος, ο άτλας
μσν.
αυτός που ξαναφέρνει στην ορθή πίστη όσους απομακρύνθηκαν
αρχ.-μσν.
αυτός που αναγκάζει κάποιον να επιστρέψει, να αλλάξει πορεία.