επιτράπεζος

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

Greek Monolingual

ἐπιτράπεζος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που λέγεται στο τραπέζι
αρχ.
επιτραπέζιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τράπεζα.