επιτράπεζος
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
Greek Monolingual
ἐπιτράπεζος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που λέγεται στο τραπέζι
αρχ.
επιτραπέζιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τράπεζα.