εποχικός

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις εποχές («εποχικό ντύσιμο»)
2. αυτός που εμφανίζεται ή μεταβάλλεται ανάλογα με τις εποχές («εποχική έξαρση της βίας»).