Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
-ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις εποχές («εποχικό ντύσιμο»)2. αυτός που εμφανίζεται ή μεταβάλλεται ανάλογα με τις εποχές («εποχική έξαρση της βίας»).