εποχικός

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις εποχές («εποχικό ντύσιμο»)
2. αυτός που εμφανίζεται ή μεταβάλλεται ανάλογα με τις εποχές («εποχική έξαρση της βίας»).