επτάεδρος

From LSJ

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει επτά έδρες
(«επτάεδρο σχήμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το επτάεδρο
πολύεδρο με επτά επιφάνειες.